- πολυθαύμαστος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που θαυμάζεται πολύ2. αυτός που θαυμάζεται από πολλούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θαυμαστός (< θαυμάζω), πρβλ. αξιο-θαύμαστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυζήλωτος — και δωρ. τ. πολυζάλωτος, ον, Α 1. πολύ σεβαστός («καί μοι πολυζήλωτος ἀεὶ σὺν θεοῖσι φοιτᾷ», Ευρ.) 2. πολυθαύμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζηλωτός (< ζηλῶ), πρβλ. αξιο ζήλωτος] … Dictionary of Greek
πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… … Dictionary of Greek